- βραχείας
- βραχείᾱς , βραχύςshortfem acc plβραχείᾱς , βραχύςshortfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
ALAHGABAL — nomen Suriaci idoli, unde Antoninus Heliogabalus Imperator, Romanus nomen habuit. Scaligero et Casaubono significat Deum montis, sed cuius montis ille Deus fuerit, aut a quo monte ita sit appellatus, non explicant satis. Quod enim Casaubonus sic… … Hofmann J. Lexicon universale
CANTHERIUS — Graece κανςθήλιος, item κανςθήλιος ὄνος, Suidae est ὄνος μέγας, asinus praegrandis. Hinc Sobsibius, Poeta Tragicus non inelegans. Ε῎ςθει μὲν ἄρτων τρεῖς ὄνους κανςθηλίους Τρὶς τῆς βραχείας ἡμέρας,, Comedit panum tres asinos praegrandes, Ter in… … Hofmann J. Lexicon universale
SIBYNA — apud Tertullian. adv. Marc. l. 3. c. 21. Et concident machaeras suas in aratra, et sibynas in salces> σιβύνη Ephippo apud Athenaeum l. 12. ζιβύνη Graecis Interpp. Ierem. c. 6. v. 23. Aristagorae et Herod. 1. 5. est αἰχμὴ βραχεῖα, hasla brevis … Hofmann J. Lexicon universale
επάλλαξις — ἐπάλλαξις, η (Α) 1. επαλλαγή, συναλλαγή 2. ανάμιξη 3. συναρμογή, σύναψη 3. διασταύρωση («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις γίγνεσθαι τοῡ τοιούτου χάρακος», Πολ.) 4. περιπλοκή, μπέρδεμα 5. παραλλαγή χαρακτηριστικών 6. εναλλαγή… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κηφείδες — (Αστρον.). Αστέρες που ανήκουν στην κατηγορία των μεταβλητών βραχείας περιόδου. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται κανονικά από το μέγιστο προς το ελάχιστο, ενώ ο χρόνος της περιόδου τους κυμαίνεται από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Οι Κ. παρουσιάζουν … Dictionary of Greek
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek
λαγάρωσις — λαγάρωσις, ἡ (Α) [λαγαρούμαι] (για στίχο) λαγαρότητα, χαλαρότητα, ατονία, λόγω υπάρξεως βραχείας αντί μακράς συλλαβής στο μέσον τού στίχου … Dictionary of Greek